δονακών
1Δονακών — a thicket of reeds masc nom/voc sg …
2δονακών — a thicket of reeds masc nom/voc sg …
3δονακών — Αρχαία πόλη της Βοιωτίας κοντά στις Θεσπιές. Είναι γνωστή κυρίως από την Κρήνη της Νύμφης που βρισκόταν κοντά της, όπου, κατά τη μυθολογία, πνίγηκε ο Νάρκισσος. * * * δονακών, ο (Α) τόπος γεμάτος καλάμια, καλαμιώνας …
4δονάκων — δόναξ shaken with the wind ) masc gen pl …
5Δονακῶνος — Δονακών a thicket of reeds masc gen sg …
6δονακῶνος — δονακών a thicket of reeds masc gen sg …
7ORGANICA — Musices illa pars est, quae Instrumentis peragitur, quô Musices genere qui defungirur, psallere dicitur. Nempe ore quidem canimus, fidibus vel alio Organo psallimus. Cicero Invectivâ in Catilin. 2. Pueri tam delicati non solum amare et amari,… …
8δονακεύς — δονακεύς, ο (Α) 1. συστάδα δονάκων, καλαμιώνας 2. δόναξ, καλάμι 3. αυτός που πιάνει πουλιά με ξόβεργα …
9χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… …