δολῐχ-αύχην

  • 1μεγαλαύχην — μεγαλαύχην, ενος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει μεγάλο αυχένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + αὐχήν (πρβλ. δολιχ αύχην, μακρ αύχην)] …

    Dictionary of Greek