δολιχ-
1Δολίχ' — Δολίχᾱͅ , Δολίχη fem dat sg (doric aeolic) …
2δολίχ' — δολιχά , δολιχός long neut nom/voc/acc pl δολιχά̱ , δολιχός long fem nom/voc/acc dual δολιχά̱ , δολιχός long fem nom/voc sg (doric aeolic) δολιχέ , δολιχός long masc voc sg δολιχαί , δολιχός long fem nom/voc pl …
3Δόλιχ' — Δόλιχαι , Δολίχη fem nom/voc pl …
4δόλιχ' — δόλιχε , δόλιχος the long course masc voc sg …
5κελαινεγχής — κελαινεγχής, ές (Α) (ως επίθ. τού Αρη) αυτός που έχει δόρυ μαύρο από το αίμα, αυτός που έχει ματωμένο δόρυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + εγχής < ἔγχος «δόρυ»), πρβλ. δολιχ εγχής, κεραυν εγχής] …
6μεγαλαύχην — μεγαλαύχην, ενος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει μεγάλο αυχένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + αὐχήν (πρβλ. δολιχ αύχην, μακρ αύχην)] …
7μενεγχής — μενεγχής, ές (Α) μεναίχμης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεν τού μένω + εγχής (< ἔγχος «ακόντιο, κοντάρι»), πρβλ. δολιχ εγχής] …
8μονούατος — μονούατος, ον (Α) (για λαγήνι) μόνωτος*, αυτός που έχει μία μόνο λαβή, ένα χερούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ούατος (< οὖς «αφτί»), πρβλ. δολιχ ούατος, χρυσ ούατος] …
9οβριμόεις — ὀβριμόεις, εσσα, εν (Μ) όβριμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄβριμος «ισχυρός, δυνατός» + κατάλ. όεις (πρβλ. δολιχ όεις)] …