δοκῐμαστικός
1δοκιμαστικός — of masc nom sg …
2δοκιμαστικός — ή, ό (AM δοκιμαστικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δοκιμασία, γίνεται για δοκιμασία, ο κατάλληλος για δοκιμή («δοκιμαστικός σωλήνας, δοκιμαστική βολή») αρχ. 1. αυτός που ανήκει στην έρευνα, είναι κατάλληλος για έρευνα 2. το ουδ. ως… …
3δοκιμαστικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που γίνεται ή χρησιμοποιείται για δοκιμή: Θα θέσουμε σε δοκιμαστική λειτουργία το μηχάνημα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4δοκιμαστικός σωλήνας — Σωλήνας, συνήθως γυάλινος, που είναι κλειστός από το ένα άκρο και χρησιμοποιείται στα χημικά εργαστήρια για πειράματα με μικρές ποσότητες ουσιών …
5δοκιμαστικός χάρτης — Λωρίδες από πορώδη χάρτη που έχουν βυθιστεί σε φυτικές χρωστικές ύλες και χρησιμοποιούνται ως δείκτες για την ανίχνευση της οξύτητας ή της αλκαλικότητας μιας χημικής ουσίας. Οι πιο συνηθισμένοι δ.χ. είναι ο ηλιοτροπικός, που έχει βυθιστεί σε… …
6δοκιμαστικά — δοκιμαστικός of neut nom/voc/acc pl δοκιμαστικά̱ , δοκιμαστικός of fem nom/voc/acc dual δοκιμαστικά̱ , δοκιμαστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …
7δοκιμαστικόν — δοκιμαστικός of masc acc sg δοκιμαστικός of neut nom/voc/acc sg …
8δοκιμαστικοῦ — δοκιμαστικός of masc/neut gen sg …
9δοκιμαστική — δοκιμαστικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
10δοκιμαστικήν — δοκιμαστικός of fem acc sg (attic epic ionic) …