δοιοί
1δοιοί — δοιοί, αί, ά (Α) 1. δύο 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) δοιά με δύο τρόπους 3. (ο εν. αρ.) δοιός, ή, όν διπλός, δύο ειδών. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαίο σχηματισμό που προήλθε από το δύο* (< ΙΕ *dwō (u)) και συνδέεται με αρχ. ινδ. dvaya , αρχ. σλ …
2δοιοί — two masc nom/voc pl …
3δοιοῖς — δοιοί two masc/neut dat pl …
4δοιοῖσι — δοιοί two masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
5δοιοῖσιν — δοιοί two masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
6δοιούς — δοιοί two masc acc pl …
7δοιώς — δοιοί two masc acc pl (doric) …
8δοιῶν — δοιάζω consider in two ways fut part act masc voc sg δοιάζω consider in two ways fut part act neut nom/voc/acc sg δοιάζω consider in two ways fut part act masc nom sg (attic epic ionic) δοιή doubt fem gen pl δοιοί two fem gen pl δοιοί two… …
9двое — ст. слав. дъвои двоякий , сербохорв. дво̑j м., дво̏jа ж., дво̏jе ср. р., словен. dvôj, чеш. dvoji, польск. dwoje, в. луж. dwoji, н. луж. dwoji. Родственно лит. dvejì, ж. dvẽjos, лтш. divai, divaju две пары (М. – Э. 1, 471), др. инд. dvayas… …
10δοιάζω — και δοάζω (Α) [δοιοί] 1. σκέπτομαι με δύο τρόπους, διστάζω, αμφιβάλλω 2. νομίζω, φαντάζομαι (α. «ὁπότε δοῡπον δοάσσαι» όποτε νόμιζε πως άκουγε κάποιο θόρυβο β. «δοιάζοντο λεύσσειν». νόμιζαν πως έβλεπαν) …