δογματολογία

  • 1δογματολογία — η (AM δογματολογία) 1. πραγματεία σχετική με τα δόγματα 2. η επιστήμη που ασχολείται με τα δόγματα, η δογματική …

    Dictionary of Greek

  • 2δογματολογίας — δογματολογίᾱς , δογματολογία expounding of a doctrine fem acc pl δογματολογίᾱς , δογματολογία expounding of a doctrine fem gen sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …

    Dictionary of Greek