δοίης
1δοιῆς — δοιάζω consider in two ways fut ind act 2nd sg (doric) δοιή doubt fem gen sg (epic ionic) …
2δοίης — δίδωμι Aër. aor opt act 2nd sg (epic) δίδωμι Aër. aor opt act 2nd sg …
3άλας — Βλ. λ. άλατα. * * * ( ατος), το (Α ἅλας) (νεοελλ. και αλάτι, το αρχ. και ἅλς ἁλός, ο) 1. το χλωριούχο νάτριο, το μαγειρικό αλάτι που χρησιμοποιείται στη μαγειρική και στη συντήρηση τροφίμων (βλ. λ. άλατα) 2. η δύναμη που συντηρεί και κάνει… …