δοίδυξ
1δοίδυξ — δοῑδυξ ( υκος), ο (Α) γουδοχέρι, αλετρίβανος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη τής καθημερινής γλώσσας με εκφραστικό αναδιπλασιασμό τής οποίας η ετυμολ. είναι άγνωστη] …
2δοῖδυξ — pestle masc nom/voc sg …
3δοίδυκ' — δοί̱δυκα , δοῖδυξ pestle masc acc sg δοί̱δυκι , δοῖδυξ pestle masc dat sg δοί̱δυκε , δοῖδυξ pestle masc nom/voc/acc dual …
4δοιδυκοποιός — δοιδυκοποιός, ο (Α) αυτός που κατασκευάζει γουδοχέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοίδυξ ( κος) «γουδοχέρι» + ποιός < ποιώ] …
5δοιδυκοφόβα — δοιδυκοφόβα, η (Α) (κωμ. λ. για την ποδάγρα) αυτή που φοβάται τον κρότο τού δοίδυκος, την ευκινησία τών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοίδυξ ( κος) «γουδοχέρι» + φοβούμαι] …
6θυέστης — Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται ότι ήταν γιος του Πέλοπα και της Ιπποδάμειας, αδελφός του Ατρέα, από τον οποίο κληρονόμησε το βασιλικό σκήπτρο των Μυκηνών και το κληροδότησε στον Αγαμέμνονα. Ο Ατρέας και ο Θ. σκότωσαν, με τη συνενοχή της μητέρας… …
7δοιδύκοιν — δοῑδύκοιν , δοῖδυξ pestle masc gen/dat dual …
8δοιδύκων — δοῑδύκων , δοῖδυξ pestle masc gen pl …
9δοίδυκα — δοί̱δυκα , δοῖδυξ pestle masc acc sg …
10δοίδυκας — δοί̱δυκας , δοῖδυξ pestle masc acc pl …
- 1
- 2