δι-ᾴττω
1άττω — ᾄττω και ᾄσσω και ἄττω (Α) αΐσσω* …
2ἄττω — ἀίσσω shoot pres subj act 1st sg (attic) ἀίσσω shoot pres ind act 1st sg (attic doric aeolic) …
3ᾄττω — ἀίσσω shoot pres subj act 1st sg (attic) ἀίσσω shoot pres ind act 1st sg (attic doric aeolic) …
4λαπάσσω — (AM, Α και λαπάττω) αδειάζω, κενώνω (α. «διάρροιαι... τὴν γαστέρα λαπάσσουσαι», Ιπποκρ. β. «τὰ παρ οὖς λαπάσσει», Ιπποκρ.) μσν. (μτχ. παθ. παρακμ.) λαπαγμένος, η, ον α) κενός β) εξαντλημένος, κουρασμένος αρχ. 1. μαλακώνω, καταπραΰνω 2. μτφ.… …
5αΐσσω — ἀΐσσω και ἄσσω (αττ. ᾄττω ή ἄττω) (Α) Ι. ενεργ. 1. (για κάθε απότομη ή βίαιη κίνηση) (και ως μέσο) κινούμαι ορμητικά, εκσφενδονίζομαι, εξακοντίζομαι, ορμώ, ρίχνομαι 2. εκπέμπω λάμψη, λάμπω, αστράφτω όπως το φως 3. (για οξύ πόνο) διαπερνώ,… …
6висеть — вишу, укр. висiти, др. русск., ст. слав. висѣти (Клоц., Супр.), болг. вися, сербохорв. ви̏сjети, словен. viseti, чеш. viseti, польск. wisiec. Ступень чередования в вес, весить Не имеет надежных соответствий. Ильинский (ИОРЯС 23, 1, 125)… …
7αναβράσσω — ἀναβράσσω και άττω (Α) 1. βράζω κάτι καλά, μέχρι κοχλασμού 2. τινάζω κάτι προς τα επάνω, εκσφενδονίζω 3. πηδώ έξω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * επιτ. + βράσσω. ΠΑΡ. ἀνάβραση( ις), ἀναβρασμός, ἀνάβραστος] …
8εξάττω — ἐξᾴττω (Α) [αττω] 1. αττ. τ. τού εξαΐσσω* 2. (το ουδ. τής μτχ. ως ουσ.) το ἐξᾷττον η σφοδρότητα …
9παρεμπλάσσω — και αττ. τ. άττω Α 1. επικαλύπτω, σκεπάζω, φράζω («παρεμπλάσσειν τούς πόρους», Αλέξ. Τραλλ.) 2. παθ. παρεμπλάσσομαι καλύπτομαι με έμπλαστρο, φράζομαι («παρεμπλάσσεσθαι τοῑς πόροις», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐμπλάσσω «περικλείω,… …
10(s)p(h)er-4, (s)p(h)erǝg- — (s)p(h)er 4, (s)p(h)erǝg English meaning: to tear; rag, snippet Deutsche Übersetzung: “reißen; Fetzen” Material: Arm. p”ert” “ ragged Stũck” (*sperk to ); O.Ice. spiǫrr f. ‘scrap, shred, abgerissener Streifen Tuch” (Proto Gmc.… …