δι-όρθωσις
1ὄρθωσις — making straight fem nom sg …
2ὀρθώσει — ὄρθωσις making straight fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὀρθώσεϊ , ὄρθωσις making straight fem dat sg (epic) ὄρθωσις making straight fem dat sg (attic ionic) ὀρθόω set straight aor subj act 3rd sg (epic) ὀρθόω set straight fut ind mid 2nd sg… …
3ὀρθώσεις — ὄρθωσις making straight fem nom/voc pl (attic epic) ὄρθωσις making straight fem nom/acc pl (attic) ὀρθόω set straight aor subj act 2nd sg (epic) ὀρθόω set straight fut ind act 2nd sg …
4ὀρθώσης — ὄρθωσις making straight fem nom/voc pl (doric aeolic) …
5ὀρθώσιος — ὄρθωσις making straight fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …
6ὄρθωσιν — ὄρθωσις making straight fem acc sg …
7ορθωσία — Όνομα δύο αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Φοινίκης, στις εκβολές του ποταμού Ελεύθερου, ο οποίος ήταν το φυσικό σύνορο της Σελευκίδας με τη Φοινίκη και την Κοίλη Συρία. Επειδή στη διάρκεια του τρίτου Συριακού πόλεμου (247 239 π.Χ.) η πόλη αυτή… …
8ευόρθωσις — εὐόρθωσις, ἡ (Α) κατασκευή, οικοδόμηση, ανέγερση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + όρθωσις (< ορθώ)] …
9όρθωση — η (Α ὄρθωσις) [ορθώ] τροπή προς το καλύτερο, διόρθωση, βελτίωση («ὄρθωσιν λόγων καὶ ἔργων τῶν ἀρίστων», Πλούτ.) νεοελλ. στήσιμο ή επαναφορά ενός πράγματος σε όρθια θέση, ανέγερση αρχ. 1. ευτυχία 2. η χρήση τής ονομαστικής πτώσης …
10ὀρθώσεως — ὀρθώσεω̆ς , ὄρθωσις making straight fem gen sg (attic) …
- 1
- 2