δι-ωλύγιος

  • 1ωλύγιος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὠλυγιων, σκοτεινῶν, κακῶν, μακρῶν ὀξέων, μεγάλων». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί πιθ. ως πρωτότυπο τού διωλύγιος, αβέβαιης ετυμολ.] …

    Dictionary of Greek