δι-πλῆ

  • 61πλείων — πλείον και πλέων, πλέον, ΝΜΑ / πλείων, πλεῑον, αιολ. και δωρ. τ. αρσ. πλήων, αττ. συνηρ. τ. ουδ. πλεῑν και κρητ. τ. πλίον και ιων. τ. πλεῡν και αρκαδ. τ. πλός, Α (ως συγκριτ. βαθμός τού επιθ. πολύς) 1. (σχετικά με ποσότητα, μέγεθος, έκταση και… …

    Dictionary of Greek

  • 62πληγμός — ὁ, Α 1. προσβολή αποπληξίας 2. δήγμα, δάγκωμα φιδιού ή εντόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλη γ τού πλήσσω (βλ. λ. πλήττω) + κατάλ. μός (πρβλ. νυγ μός)] …

    Dictionary of Greek

  • 63πλησίος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αίγυπτο. Μαρτύρησε στην Καισάρεια της Παλαιστίνης (305) μαζί με τους Αγάπιο, Αλέξανδρο, Τιμόλαο, Διονύσιο και Ρωμύλο. Η μνήμη τους τιμάται στις 15 Μαρτίου. * * * ία, ίον και δωρ. τ. πλάσιος,… …

    Dictionary of Greek

  • 64στρωμνή — η, ΝΜΑ, και αιολ. τ. στρώμνα και δωρ. τ. στρωμνά Α 1. στρωμένη κλίνη 2. κλίνη, ανάκλιντρο 3. καθετί που στρώνει κανείς σε κρεβάτι ή σε δάπεδο προκειμένου να κοιμηθεί πάνω σε αυτό, στρώμα νεοελλ. παχύ στρώμα από φυτικές ουσίες, λ.χ. άχυρο, πάνω… …

    Dictionary of Greek

  • 65Plessimeter — Plessi|me̱ter [zu gr. πλησσειν = schlagen u. ↑...meter] s; s, : Klopfplättchen aus Kunststoff, Hartgummi, Holz u.Plessimetera., das als Perkussionsunterlage dient …

    Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke

  • 66πολλαπλασιαστικός — ή, ό 1. αυτός που χρησιμεύει στο να πολλαπλασιάζει, να αυξαίνει. 2. στη γραμματική, αυτός που δείχνει πόσες φορές επαναλαμβάνεται ή από πόσα μέρη αποτελείται κάτι: Τα πολλαπλασιαστικά αριθμητικά τελειώνουν σε πλος, πλη, πλο (διπλός, τριπλός κτλ.) …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)