δι-πλῆ
21πλήκτροισιν — πλή̱κτροισιν , πλῆκτρον anything to strike with neut dat pl (epic ionic aeolic) …
22πλήκτρου — πλή̱κτρου , πλῆκτρον anything to strike with neut gen sg …
23πλήκτρωι — πλή̱κτρῳ , πλῆκτρον anything to strike with neut dat sg …
24πλήκτρων — πλή̱κτρων , πλῆκτρον anything to strike with neut gen pl …
25πλήκτρῳ — πλή̱κτρῳ , πλῆκτρον anything to strike with neut dat sg …
26πλέως — πλέα, πλέων και ιων. τ. πλέος, πλέη, πλέον κ. επιτ. πλεῑος, πλείη και πλῆ, πλεῑον, Α 1. πλήρης, γεμάτος (α. «νηῡς πλείη βιότοιο», Ομ. Οδ. β. «εἰδώλων δὲ πλέον πρόθυρον», Ομ. Οδ. γ. πλείη δὲ καὶ αὐλή», Ομ. Οδ. δ. «τάφρος πλέη ὕδατος», Ηρόδ. ε.… …
27πλήσμα — και πλῆμα και δωρ. τ. πλεῑμμα, τὸ, Α 1. (κυριολ. και μτφ.) γέμισμα, κορεσμός, χόρτασμα 2. (για ζώα) γκάστρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πλῆσμα < θ. πλησ τού πίμ πλη μι (πρβλ. αόρ. ἔ πλησ α), ενώ ο τ. πλῆμα < θ. πλη (πρβλ. πλή μη / πλή σμη)] …
28pel-1, pelǝ-, plē- — pel 1, pelǝ , plē English meaning: full, to fill; to pour; town (?) Deutsche Übersetzung: “gießen, fließen, aufschũtten, fũllen, einfũllen”; also ‘schwimmen, fließen machen, fliegen, flattern” and ‘schũtteln, schwingen, zittern… …
29πλήρης — ες, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει ή περιέχει κάτι σε μεγάλη ποσότητα, ο γεμάτος με κάτι (α. «εισήγηση πλήρης αντιφάσεων» β. «το θέατρο ήταν πλήρες» γ. «ἄστυ πλῆρες οἰκιέων τριωρόφων», Ηρόδ. δ. «ποταμόν πλήρη ἰχθύων», Ξεν. 2. ολόκληρος, χωρίς μείωση ή… …
30πλήθει — πλήθω to be full pres ind mp 2nd sg πλήθω to be full pres ind act 3rd sg πλή̱θει , πλῆθος great number neut nom/voc/acc dual (attic epic) πλή̱θεϊ , πλῆθος great number neut dat sg (epic ionic) πλή̱θει , πλῆθος great number neut dat sg …