δι-ορθωτής
1ορθωτής — ο (ΑΜ ὀρθωτής) [ορθώ] νεοελλ. ορθωτήρας μσν. δημόσιος υπάλληλος που ασκούσε το λειτούργημα τού εφόρου αρχ. ο θεός που επιστατούσε και επέβλεπε …
1ορθωτής — ο (ΑΜ ὀρθωτής) [ορθώ] νεοελλ. ορθωτήρας μσν. δημόσιος υπάλληλος που ασκούσε το λειτούργημα τού εφόρου αρχ. ο θεός που επιστατούσε και επέβλεπε …