δι-εκ-δικέω
1διαδικώ — (I) διαδικῶ ( έω) (Α) 1. διαγωνίζομαι στο δικαστήριο 2. εκδικάζω κάποια υπόθεση, κρίνω δίκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + δικέω, ώ]. (II) διαδικῶ ( έω) (Α) αδικώ υπερβολικά, διαπράττω αδικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (επιτατ.) + αδικέω ( ώ)] …
2περδίκης — περί δικέω mulct imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …
3περιδίκης — περί δικέω mulct imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …
4ἐκπερδικῆσαι — ἐκ , περί δικέω mulct aor inf act …