δι-αμπάξ
1περιάμπαξ — Α επίρρ. ολόγυρα, γύρω γύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περί * + άμπαξ, πιθ. < ἀνά παξ με συγκοπή (< ἀνά + πάξ*, πρβλ. πήγνυμι)] …
1περιάμπαξ — Α επίρρ. ολόγυρα, γύρω γύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περί * + άμπαξ, πιθ. < ἀνά παξ με συγκοπή (< ἀνά + πάξ*, πρβλ. πήγνυμι)] …