δι-αλλαγή
61θερμότητα — Μορφή ενέργειας που μεταφέρεται από ένα σώμα σε ένα άλλο λόγω της ύπαρξης διαφοράς θερμοκρασίας. Στην πλήρη και ακριβή έννοια του όρου θ. φτάσαμε μόνο όταν έγινε δυνατό να αποδειχθεί πειραματικά και θεωρητικά η ισοδυναμία μεταξύ θ. και ενέργειας …
62κίνηση — Ως κ. ορίζεται η μεταβολή της θέσης ενός σώματος σχετικά με άλλα σώματα (θεωρούμενα ακίνητα), τα οποία ορίζονται ως σύστηματα αναφοράς. Σύμφωνα με την κλασική μηχανική, η κ. ενός σώματος ορίζεται πλήρως όταν είναι γνωστές η θέση, η ταχύτητα και… …
63κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …
64μετάπτωση — Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μεταπίπτω. Ξαφνική μεταβολή θέσης ή κατάστασης. (Αστρον.). Η ελκτική δύναμη του Ήλιου, καθώς ενεργεί επί του άξονα περιστροφής της Γης, επειδή το μήκος της ισημερινής διαμέτρου της Γης είναι μεγαλύτερο από τη… …
65μεταβούλευμα — μεταβούλευμα, τὸ (Α) [μεταβουλεύω] αλλαγή απόφασης, αλλαγή σχεδίου …
66μετακίνηση — η (ΑM μετακίνησις) [μετακινώ] αλλαγή θέσης, μετάθεση, μετατόπιση νεοελλ. 1. μετάβαση από έναν τόπο σε άλλο 2. βιολ. η αρχική μετατόπιση τών χρωματοσωμάτων κατά τη μίτωση, με τη λήξη τής οποίας αυτά διατάσσονται σε ένα ισημερινό επίπεδο μεταξύ τών …
67μετακόσμησις — μετακόσμησις, ἡ (Α) [μετακοσμώ] 1. μεταβολή, αλλαγή κατάστασης, νέα κατάταξη, νέα διάταξη, μεταρρύθμιση 2. μετατροπή, μεταμόρφωση, αλλαγή χαρακτήρα («γενόμενος κατ εὐχῆν ἀνὴρ ἐκ γυναικὸς ἀγνοῆσαι τὴν μετακόσμησιν», Πλούτ.) …
68μεταμφίεση — η (Μ μεταμφίεσις και μεταμφίασις) [μεταμφιέζω] αλλαγή αμφίεσης, αλλαγή τής εξωτερικής εμφάνισης κάποιου για να μην αναγνωρίζεται, μασκάρεμα …
69μετανάστης — ο, θηλ. μετανάστρια (ΑΜ μετανάστης, θηλ. μετανάστις και μετανάστρια) αυτός που εγκαταλείπει εκούσια τον τόπο διαμονής του για να μεταβεί σε άλλο τόπο, απόδημος μσν. μέτοχος («τῶν ἀπαισίων ἐλπίδων μετανάστης γενόμενος», Θεοφύλ. Σ.) μσν. αρχ. αυτός …
70μεταξοσκώληκας — Κοινή ονομασία της προνύμφης του λεπιδόπτερου εντόμου Bombyx ή Sericaria mori, της οικογένειας των βομβυκιδών, η οποία παράγει το μετάξι. Ο μ. έχει επίμηκες σώμα και τρέφεται αποκλειστικά με φυτά μουριάς. Η προνύμφη αυτή υφίσταται τέσσερις… …