δι-αλλαγή

  • 41Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …

    Dictionary of Greek

  • 42Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… …

    Dictionary of Greek

  • 43μεταστροφή — η 1. αλλαγή κατεύθυνσης. 2. μτφ., αλλαγή γνώμης, φρονήματος ή διάθεσης: Μετά την απολογία του σημειώθηκε μεταστροφή των ενόρκων. 3. (ναυτ.), αλλαγή πορείας πλοίου …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 44Georgios Karatzaferis — Infobox Politician name=Georgios Karatzaferis honorific suffix = MP width= term start=13 June 2004 term end=25 September 2007 birth date=1947 birth place=flagicon|Greece|royal Athens, Greece party=Popular Orthodox Rally office=Member of the… …

    Wikipedia

  • 45Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …

    Dictionary of Greek

  • 46Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …

    Dictionary of Greek

  • 47αλλάγι — το (Μ ἀλλάγιον) νεοελλ. 1. ο ορισμένος χρόνος κατά τον οποίο εκτελείται διαδοχικά μια εργασία, ιδιαίτερα το αλώνισμα 2. ομάδα, όμιλος εργατών που εργάζονται σε διαδοχικές βάρδιες 3. πλήθος, ασκέρι 4. (για χρόνο) φορά «δυο αλλάγια την ημέρα» 5.… …

    Dictionary of Greek

  • 48αλλάγιασμα — το [αλλαγιάζω] 1. η αλλαγή τής στροφής τών βοδιών στο αλώνισμα (βλ. και αλλαγιάζω) 2. αλλαγή θέσης, μετατόπιση 3. ανάπαυση, ξεκούραση …

    Dictionary of Greek

  • 49αλλαγιάζω — 1. κάνω αλλαγή, μεταθέτω, μετατοπίζω (κυρίως αλλάζω τη στροφή βοδιών στο αλώνισμα για την ανακούφιση τού ακραίου, που μοχθεί περισσότερο) 2. ανακουφίζω, ξεκουράζω 3. αλλάζω τη θέση μου, μετατοπίζομαι και μτφ. ανακουφίζομαι, ξεκουράζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ …

    Dictionary of Greek

  • 50αλλακτικός — ή, ό (ΑΜ ἀλλακτικός, ή, όν) [ἀλλάσσω] ο σχετικός με την αλλαγή ή την ανταλλαγή ή ο κατάλληλος γι αυτήν νεοελλ. (το ουδέτερο στον πληθυντικό ως ουσιαστικό) τα αλλακτικά ή χτικά το ποσοστό που κρατείται για την αλλαγή νομισμάτων, χρεωγράφων,… …

    Dictionary of Greek