διᾱκον-ία

  • 1ιέρισσα — ἱέρισσα, ἡ (ΑΜ) η ιέρεια*. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού ιερεύς* με κατάλ. ισσα (πρβλ. βασίλ ισσα, διακόν ισσα)] …

    Dictionary of Greek