διᾰνύω
111διανύσει — διάνυσις distance traversed fem nom/voc/acc dual (attic epic) διανύσεϊ , διάνυσις distance traversed fem dat sg (epic) διάνυσις distance traversed fem dat sg (attic ionic) διανύω bring quite to an end aor subj act 3rd sg (attic epic) διανύω bring …
112διανύσῃ — διανύσηι , διάνυσις distance traversed fem dat sg (epic) διανύω bring quite to an end aor subj mid 2nd sg (attic) διανύω bring quite to an end aor subj act 3rd sg (attic) διανύω bring quite to an end fut ind mid 2nd sg (attic doric aeolic) …
113διάνυε — διά̱νυε , διανύω bring quite to an end imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) διανύω bring quite to an end pres imperat act 2nd sg διανύω bring quite to an end imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …
114προδιηνυσμένα — πρό διανύω bring quite to an end perf part mp neut nom/voc/acc pl προδιηνυσμένᾱ , πρό διανύω bring quite to an end perf part mp fem nom/voc/acc dual προδιηνυσμένᾱ , πρό διανύω bring quite to an end perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …
115έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …
116ανύω — ἀνύω κ. ἀνύτω ή ἁνύτω κ. ἄνυμι (Α) 1. εκτελώ, φέρνω σ ένα τέλος, επιτελώ («ἤνυτο δ ἔργον», Όμηρος «οὐδὲν ἤνυε», Ηρόδοτος) 2. κατορθώνω κάτι, πετυχαίνω κάτι που με συμφέρει 3. τελειώνω, καταναλίσκω, εξαφανίζω («ἐπεὶ δή σε φλὸξ ἤνυσεν» αφού σ… …
117εξανύω — ἐξανύω και αττ. τ. ἐξανύτω (Α) 1. φέρω σε πέρας, επιτελώ, ολοκληρώνω («θεῶν θέσμι ἐξήνυσε», Σοφ.) 2. αποτελειώνω, φονεύω, ξεμπερδεύω («ἧ θὴν σ ἐξανύω γε καὶ ὕστερον ἀντιβολήσας», Ομ. Ιλ.) 3. κυριεύω, κατακτώ 4. (για τοπ. ή χρον. διάστημα) διανύω… …
118κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …
119συνανύω — και συνανύτω Α 1. διανύω κάτι μαζί με άλλον («σὺν αὐτῷ συνανύσαι δρόμον», Αππ.) 2. (αμτβ.) έρχομαι, φθάνω μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀνύω / ἀνύτω «εκτελώ, φέρνω σε πέρας, διανύω, φθάνω στο τέλος»] …
120συνδολιχεύω — Μ διανύω μεγάλη απόσταση μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δολιχεύω «διανύω μεγάλο διάστημα»] …