διόσκοροι
1διόσκοροι — the sons of Zeus masc nom/voc pl …
2διοσκούροις — Διόσκοροι the sons of Zeus masc dat pl (ionic) …
3διοσκούρους — Διόσκοροι the sons of Zeus masc acc pl (ionic) …
4διοσκούρων — Διόσκοροι the sons of Zeus masc gen pl (ionic) …
5διοσκόροις — Διόσκοροι the sons of Zeus masc dat pl …
6διοσκόρους — Διόσκοροι the sons of Zeus masc acc pl …
7διοσκόρων — Διόσκοροι the sons of Zeus masc gen pl …
8διόσκουροι — Διόσκοροι the sons of Zeus masc nom/voc pl (ionic) …
9διόσκουροι — Δίδυμοι θεοί, των οποίων ο αστερισμός αντιστοιχούσε στο ζώδιο των Διδύμων. Η λατρεία τους ήταν κοινή στους ινδοευρωπαϊκούς λαούς· συναντώνται στις Ινδίες (Ασβίνοι), στους Κέλτες, που πίστευαν ότι οι Δ. είχαν γεννηθεί από τον ωκεανό, και στους… …
10ԴԻՈՍԿՈՒՐԱՑԻՔ — (րից.) NBH 1 0625 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 13c ԴԻՈՍԿՈՒՐԱՑԻՔ ԴԻՈՍԿՈՒՐՔ. Διόσκουροι, Διόσκοροι Dioscuri, Jovis filli, Castor et Pollux որ ի գիրս Փիլոնի յղ. ՟ժ. բան. Արամազդայ մանկունք թարգմանին. Երկուորեակ եղբարք՝ որդիք դիայ,… …
- 1
- 2