διάφορος
1διάφορος — different masc/fem nom sg …
2διάφορος — η, ο (AM διάφορος, ον) 1. ανόμοιος, αλλιώτικος 2. ποικίλος, παντοειδής («διάφοροι λόγοι τόν ανάγκασαν να παραιτηθεί») 3. το ουδ. ως ουσ. το διάφορο* αρχ. 1. διφορούμενος, ασαφής 2. ασύμφωνος, εχθρικός («τοῑς οἰκείοις διάφορος καὶ ὑπὸ τῶν ἄλλων… …
3διάφορος — η, ο αλλιώτικος, διαφορετικός, ποικίλος: Δεν αισθάνομαι καλά για διάφορους λόγους …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4διαφορώτερον — διάφορος different masc acc comp sg διάφορος different neut nom/voc/acc comp sg διάφορος different adverbial …
5διαφορωτάτων — διάφορος different fem gen superl pl διάφορος different masc/neut gen superl pl …
6διαφορώτατα — διάφορος different adverbial superl διάφορος different neut nom/voc/acc superl pl …
7διαφορώτατον — διάφορος different masc acc superl sg διάφορος different neut nom/voc/acc superl sg …
8διαφόρω — διάφορος different masc/fem/neut nom/voc/acc dual διάφορος different masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …
9διαφόρως — διάφορος different adverbial διάφορος different masc/fem acc pl (doric) …
10διάφορον — διάφορος different masc/fem acc sg διάφορος different neut nom/voc/acc sg …