διάφορος
71ՈՐԻՇ — ( ) NBH 2 0531 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 9c, 10c, 11c, 13c, 14c ա.մ.նխ. χωρίς seorsim ἱδίως proprie ἵδιος proprius διάφορος diversus παρηλλαγμένος distinctus, alienus. որ եւ ՈՐՈՇ. եւ իբր ռմկ. ուրիշ. (Արմատ …
72ՊԷՍՊԷՍ — ( ) NBH 2 0647 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c ա. διάφορος differens, diversus ποικίλος varius. Այլեւայլ. զանազան. բազմօցինակ. ... *Զզինուցն զպէսպէս սրբութիւն, զնչանացն փողփողեալ: Պէսպէս մկրտութեամբք: Յուսմունս պէսպէսս… …
73ασύμφωνος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε συμφωνεί, διάφορος, ανόμοιος, αταίριαστος: Ήμουν ασύμφωνος για το γάμο αυτό, αλλά ο γιος μου δε λογάριασε τη γνώμη μου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
74ενάντιος — α, ο επίρρ. α 1. αντίθετος, αντιμέτωπος: Έχουμε ενάντιο το ρεύμα του ποταμού. 2. ανάποδος, αντίξοος, εχθρικός: Όλα ενάντια μου ήρθαν. 3. διάφορος, διαφορετικός, ασύμφωνος: Είναι ενάντιοι χαρακτήρες. 4. το ουδ. πληθ. ως επίρρ., ενάντια (βλ. λ.) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
75ποικίλος — η, ο διάφορος, πολύμορφος: Στον κήπο μας έχουμε ποικίλα άνθη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
76διαφορωτέραν — διαφορωτέρᾱν , διάφορος different fem acc comp sg (attic doric aeolic) …
77διαφορωτέρᾳ — διαφορωτέρᾱͅ , διάφορος different fem dat comp sg (attic doric aeolic) …
78διαφόρωι — διαφόρῳ , διάφορος different masc/fem/neut dat sg …