διάφορος
31διάφορα — διάφορος different neut nom/voc/acc pl …
32διάφοροι — διάφορος different masc/fem nom/voc pl …
33-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …
34διαφορωτάτας — διαφορωτάτᾱς , διάφορος different fem acc superl pl διαφορωτάτᾱς , διάφορος different fem gen superl sg (doric aeolic) …
35διαφορωτέρα — διαφορωτέρᾱ , διάφορος different fem nom/voc/acc comp dual διαφορωτέρᾱ , διάφορος different fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …
36διαφορωτέρας — διαφορωτέρᾱς , διάφορος different fem acc comp pl διαφορωτέρᾱς , διάφορος different fem gen comp sg (attic doric aeolic) …
37διάφορ' — διάφορα , διάφορος different neut nom/voc/acc pl διάφορε , διάφορος different masc/fem voc sg …
38различный — ст. слав. различь, различьнъ διάφορος. От лик, лицо …
39розный — рознь, укр. рiзно, рiзний разный , блр. розны, др. русск. розьно (СПИ), рознь вражда , ст. слав. разьнь διάφορος (Супр.), болг. разен, разна, разно, словен. razǝn, razna, чеш. různy разный, отдельный, разрозненный , слвц. rôzny, польск. rożny …
40Maxĭmus — (v. lat.), der Größte, der Höchste. I. Römische Kaiser: 1) so v.w. Pupienus. 2) Flav. Magnus Clemens M., aus Hispanien; stellte sich 382 n.Chr. an die Spitze der über Gratianus aufgebrachten Britannier, drang in Gallien ein, wurde nach Ermordung… …