διάττησις
1διάττησις — διάττησις, η (Α) [διαττώ] κοσκίνισμα …
2διαττήσεις — διάττησις sifting fem nom/voc pl (attic epic) διάττησις sifting fem nom/acc pl (attic) διαττάω sift aor subj act 2nd sg (attic epic ionic) διαττάω sift fut ind act 2nd sg (attic ionic) …