1διάμεστος — διάμεστος, ον (Α) [μεστός] κατάμεστος …
Dictionary of Greek
2διάμεστος — brim full masc/fem nom sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
3διάμεστον — διάμεστος brim full masc/fem acc sg διάμεστος brim full neut nom/voc/acc sg …