διάκονος

  • 61Γαβριήλ — I Βιβλικό πρόσωπο. Ένας από τους αγγέλους που αναφέρονται στην Αγία Γραφή. Το όνομά του σημαίνει ο άνθρωπος του Θεού. Η παρουσία του Γ. στο έργο που επιτελεί ο Θεός για τον άνθρωπο θεωρείται από τις σπουδαιότερες αγγελοφανίες. Αυτό απηχεί και η… …

    Dictionary of Greek

  • 62Διδυμοτείχου και Ορεστιάδος, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα το Διδυμότειχο. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 103 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν συνολικά 95 κληρικοί. Για την αρτιότερη και πλέον εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση υφίστανται οι παρακάτω οκτώ αρχιερατικές περιφέρειες:… …

    Dictionary of Greek

  • 63Διόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Μαθηματικός (τέλη 5ου αι. – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Σώζονται τα έργα του Έκθεσις Διοδώρου περί σταθμών, το οποίο πραγματεύεται τρόπους μέτρησης του βάρους και της χωρητικότητας, και Περί σταθμών, στο… …

    Dictionary of Greek

  • 64Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …

    Dictionary of Greek

  • 65Ευσέβιος — I (; – 309; μ.Χ.). Πάπας της Ρώμης (309;) και άγιος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας, ελληνικής καταγωγής. Ο E., επειδή πολεμήθηκε από τον Ηράκλειο, ο οποίος διεκδικούσε τον θρόνο, εξορίστηκε από τον Μαξέντιο για να αποφύγει πιθανές ταραχές. Η μνήμη… …

    Dictionary of Greek

  • 66Ιωακείμ — I Όνομα ιεραρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. (19ος αι.). Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (1821 24). Διαδέχθηκε τον Κυπριανό, ο οποίος απαγχονίστηκε από τους Τούρκους το 1821. Ο Ι. παραιτήθηκε από το αξίωμά του, εξαιτίας αντιδράσεων των πιστών προς… …

    Dictionary of Greek

  • 67Λευθεριώτης, Αρσένιος — (Κέρκυρα 1855 – 1911). Λόγιος και κληρικός. Σπούδασε στη θεολογική σχολή της Αθήνας και το 1881 χειροτονήθηκε διάκονος. Όταν επέστρεψε στην Κέρκυρα, διορίστηκε δάσκαλος και ταυτόχρονα διάκονος στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα. Το 1886… …

    Dictionary of Greek

  • 68Μεθόδιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Πατάρων (τέλη 3ου αι.). Ήταν αρχιερέας, πλατωνικός φιλόσοφος, σφοδρός αντίπαλος του Ωριγένη και σημαντικός ποιητής. Έγραψε το Συμπόσιον των δέκα παρθένων ή περί αγνείας. Είναι γνωστός ως… …

    Dictionary of Greek

  • 69Νικήτας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Γότθος ευγενής, που καταγόταν από την Π/Λέρα από τον Ίστρο περιοχή. Μαρτύρησε στη φωτιά, έπειτα από διαταγή του άρχοντα των Γότθων Αθανάριχου, επί εποχής του Κωνσταντίνου του Μεγάλου. Η μνήμη του… …

    Dictionary of Greek

  • 70Νικόδημος — I Ποιητής από την Ηράκλεια. Στην Παλατινή Ανθολογία σώζονται επτά επιγράμματα του, που ονομάζονται ανακυκλικά (το νόημά τους δεν μεταβάλλεται ακόμη κι αν οι λέξεις διαβαστούν με την ανάποδη σειρά). II Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1 …

    Dictionary of Greek