διώκομαι
1διώκομαι — διώκομαι, διώχθηκα βλ. πίν. 26 (προφ. δι ώκομαι) Σημειώσεις: διώκω, διώκομαι : το ρήμα σημαίνει → υποβάλλω σε (δικαστική κυρίως) δίωξη και δεν πρέπει να συγχέεται με το διώχνω → απομακρύνω βίαια από κάπου …
2διώκομαι — διώκω cause to run pres ind mp 1st sg …
3διώκομ' — διώκομαι , διώκω cause to run pres ind mp 1st sg …
4постизаю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} глаг. 1) (καταλαμβάνω, διώκομαι) настигаю, догоняю (Быт. 31, 25;… …
5ληστοδίωκτος — ληστοδίωκτος, ον (Α) αυτός που καταδιώκεται από ληστές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληστής + δίωκτος (< διώκομαι)] …
6ξενία — I Επίθετο που δινόταν στη θεά Αθηνά, ως προστάτιδα των ξένων, και ως θεά που φρόντιζε να τηρούνται οι νόμοι της φιλοξενίας. Η Αθηνά η Ξενία λατρευόταν μόνο στη Σπάρτη. II Μικρός παράλιος οικισμός (39 κάτ., υψόμ. 5), στην επαρχία Σκοπέλου, του… …
7διώκω — διώκω, δίωξα βλ. πίν. 25 (προφ. δι ώκω) Σημειώσεις: διώκω, διώκομαι : το ρήμα σημαίνει → υποβάλλω σε (δικαστική κυρίως) δίωξη και δεν πρέπει να συγχέεται με το διώχνω → απομακρύνω βίαια από κάπου …