διστακτικός
41Καλαποθάκης, Δημήτριος — (Αρεόπολη Λακωνίας 1862 – Μόναχο 1921). Δημοσιογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Σε νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με το θέατρο και τη δημοσιογραφία. Κατά την περίοδο που ζούσε στον Βόλο ασχολήθηκε με τις εκδόσεις και τη συγγραφή. Ίδρυσε το περιοδικό… …
42Μαξιμιλανός — (Maximilian / Max von Baden, Μπάντεν Μπάντεν 1867 – Ελβετία 1929). Γερμανός πρίγκιπας, γνωστός και ως Μαξ του Μπάντεν. Ήταν μοναχογιός και διάδοχος του πρίγκιπα του Μπάντεν Γουλιέλμου, ενώ κατά την περίοδο 1907 18 διετέλεσε πρόεδρος της Άνω… …
43επιφυλακτικός — ή, ό επίρρ. ά που διατηρεί επιφυλάξεις, διστακτικός, στο έπακρο προσεκτικός …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
44μετέωρος — η, ο 1. αυτός που βρίσκεται στον αέρα, που αιωρείται: Τρόμαξα που τον είδα μετέωρο στο κενό. 2. μτφ., αναποφάσιστος, διστακτικός, αμφιταλαντευόμενος: Έμεινα μετέωρος μέχρι να καταλάβω τι μου είπε …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)