διστακτικός

  • 21αναβλητικός — ή, ό 1. αυτός που συνηθίζει να αναβάλλει, να μεταθέτει τον χρόνο εκτελέσεως κάποιας ενέργειας, ο διστακτικός 2. αυτός που προκαλεί αναβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναβάλλω. ΠΑΡ. νεοελλ. αναβλητικότητα ( ης). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους ελληνικούς… …

    Dictionary of Greek

  • 22αναποφάσιστος — η, ο 1. αυτός που δεν παίρνει οριστική απόφαση για κάτι, διστακτικός, αμφιταλαντευόμενος 2. αυτός, για τον οποίο δεν έχει ληφθεί ακόμη απόφαση 3. το ουδ. ως ουσ. το αναποφάσιστον η αναποφασιστικότητα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + αποφασίζω. Η λ.… …

    Dictionary of Greek

  • 23αποδιαλεγούδι — κ. διαλέγι κ. λούδι κ. διαλεγούρι 1. ό,τι απομένει μετά τη διαλογή, μετά το ξεδιάλεγμα των καλύτερων 2. (παρ.) «όπου πολύ διαλέει στ αποδιαλεγούδια μένει» ο πολύ διστακτικός στην εκλογή του καταλήγει σε πλήρη αποτυχία …

    Dictionary of Greek

  • 24απομουδιασμένος — η, ο (μτχ. πρκμ. του άχρ. απομουδιάζω) 1. εντελώς μουδιασμένος, αποχαυνωμένος 2. διστακτικός, επιφυλακτικός …

    Dictionary of Greek

  • 25βραδύς — εία, ύ (AM βραδύς, εῑα, ύ) αργός, μη ταχύς αρχ. 1. (για τον νου) αργός, αργόστροφος 2. διστακτικός, αναποφάσιστος 3. το ουδ. ως ουσ. η βραδύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βραδύς ανήκει μορφολογικά στα επίθετα σε ύς, πρβλ. βραδύς, ταχύς, ωκύς κ.ά. Εάν γίνει… …

    Dictionary of Greek

  • 26δίψυχος — η, ο 1. διστακτικός 2. το ουδ. ως ουσ. το δίψυχο η διστακτικότητα …

    Dictionary of Greek

  • 27διστακτικότητα — η επιφυλακτικότητα, αμφιταλάντευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < διστακτικός. Η λ. διστακτικότης μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …

    Dictionary of Greek

  • 28ενδοιαστικός — ή, ό (AM ἐνδοιαστικός, ή, όν) 1. διστακτικός, αμφιταλαντευόμενος («ἐνδοιαστική ἐπίκρισις», Ερμογ.) 2. γραμμ. «ενδοιαστικές προτάσεις» αυτές που δηλώνουν ενδοιασμό, φόβο ή υποψία μήπως γίνει κάτι ανεπιθύμητο ή μήπως δεν γίνει κάτι επιθυμητό …

    Dictionary of Greek

  • 29επίβραδυς — ἐπίβραδυς, υ (Α) [βραδύς] οκνός, διστακτικός …

    Dictionary of Greek

  • 30εφεκτικός — ή, ό (ΑΜ ἐφεκτικός, ή, όν) [επέχω] 1. επιφυλακτικός, διστακτικός, αυτός που αναβάλλει να κάνει ή να πει κάτι, ο αναποφάσιστος 2. φρ. «εφεκτικοί φιλόσοφοι» αυτοί που φρονούν ότι η γνώση είναι κάτι το ανέφικτο, αλλ. σκεπτικοί φιλόσοφοι («τῶν δὲ… …

    Dictionary of Greek