διστακτικός
11διστακτική — διστακτικός expressive of doubt fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
12διστακτικήν — διστακτικός expressive of doubt fem acc sg (attic epic ionic) …
13διστακτικῶς — διστακτικός expressive of doubt adverbial …
14διστακτικῷ — διστακτικός expressive of doubt masc/neut dat sg …
15πλάγιος — α, ο / πλάγιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. αυτός που εμφανίζει κλίση σε σχέση με κάποιον ή κάτι άλλο ή αυτός που παρουσιάζει λοξή απόκλιση ή κατεύθυνση, ο πλαγιαστός, ο λοξός (α. «πλάγιο επίπεδο» β. «πλάγι ἐστὶ τἆλλα, τοῡτο δ ὀρθὸν θηρίον»,… …
16άγνωμος — και ανέγνωρος, η, ο 1. αυτός που δεν έχει γνώμη, άβουλος, αναποφάσιστος, διστακτικός 2. ανόητος, επιπόλαιος, απερίσκεπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά το Ιστ. Λεξ. Ακαδημίας Αθηνών < αρχ. επίθ. ἀγνώμων ή < α στερητ. + γνώμη. ΠΑΡ. αγνωμιά] …
17άοκνος — η, ο (Α ἄοκνος, ον) νεοελλ. ακούραστος, δραστήριος αρχ. 1. αυτός που δεν είναι διστακτικός, ο αποφασιστικός 2. φρ. «ἄοκνος βλάβη» επικείμενη συμφορά …
18αμφίβουλος — ἀμφίβουλος, ον (Α) αυτός που ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο βουλές, γνώμες, δίγνωμος, διστακτικός, αναποφάσιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + βουλή] …
19αμφίγνωμος — η, ο αυτός που ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο γνώμες, δίγνωμος, διστακτικός, αμφιταλαντευόμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + γνωμος < γνώμη] …
20αμφιγνωμονικός — ή, ό [ἀμφιγνώμων] ο ασταθής, αβέβαιος στη γνώμη του, διστακτικός …