δισταγμός
1δισταγμός — doubt masc nom sg …
2δισταγμός — ο (AM δισταγμός Α και διστασμός) [διστάζω] το να διστάζει κανείς, ενδοιασμός αρχ. αμφιβολία …
3δισταγμός — ο αναποφασιστικότητα λόγω αβεβαιότητας, ενδοιασμός: Ο δισταγμός του να μιλήσει ήταν ολοφάνερος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4δισταγμοῖς — δισταγμός doubt masc dat pl …
5δισταγμοῦ — δισταγμός doubt masc gen sg …
6δισταγμῷ — δισταγμός doubt masc dat sg …
7δισταγμόν — δισταγμός doubt masc acc sg …
8όκνος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. Μερικοί τονίζουν το όνομα στη λήγουσα. 1. Γιος του Τιβέρου και της Μαντώς, εγγονός του Τειρεσία ή του Ηρακλή, αδελφός του Αυλήτη, του ιδρυτή της Περουγίας της Ιταλίας. Σύμφωνα με τον Βιργίλιο, είχε χτίσει και τη… …
9αβουλία — Ψυχοδιανοητική ανωμαλία που χαρακτηρίζεται από ανικανότητα, αδυναμία ή έλλειψη βουλητικών ενεργειών. Τα αίτιά της μπορεί να είναι οργανικά (υπολειτουργία αδένων) ή ψυχολογικά (διάφορες μορφές νευρώσεων ή ψυχονευρώσεων). Η α. άλλοτε εμφανίζεται ως …
10αγνωμιά — και ανεγνωμιά, η [άγνωμος] 1. έλλειψη γνώμης ή βουλήσεως, αναποφασιστικότητα, δισταγμός 2. ανοησία, επιπολαιότητα, απερισκεψία …