1διστάσιος — διστάσιος, ον (Α) αυτός που έχει διπλάσιο βάρος ή αξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + στασιος < ίστημι] …
Dictionary of Greek
2διστάσιος — of twice the value masc nom sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
3διστάσιον — διστάσιος of twice the value masc acc sg διστάσιος of twice the value neut nom/voc/acc sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)