διστάζω
1διστάζω — doubt pres subj act 1st sg διστάζω doubt pres ind act 1st sg …
2διστάζω — διστάζω, δίστασα βλ. πίν. 35 …
3διστάζω — (AM διστάζω) δεν αποφασίζω με ευκολία, έχω επιφυλάξεις, ταλαντεύομαι μσν. νεοελλ. δεν αποφασίζω κάτι νεοελλ. φρ. «δεν διστάζει προ ουδενός» είναι αδίστακτος, δεν έχει κανένα ηθικό φραγμό αρχ. (παθ. μτχ.) δισταζόμενος, η, ον αμφίβολος, αβέβαιος.… …
4διστάζω — δίστασα, αμφιταλαντεύομαι, δεν τολμώ λόγω αβεβαιότητας: Διστάζω να πάρω μέρος στη σημερινή διαδήλωση …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5διστάζετε — διστάζω doubt pres imperat act 2nd pl διστάζω doubt pres ind act 2nd pl διστάζω doubt imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …
6διστάζῃ — διστάζω doubt pres subj mp 2nd sg διστάζω doubt pres ind mp 2nd sg διστάζω doubt pres subj act 3rd sg …
7διστάξει — διστάζω doubt aor subj act 3rd sg (epic) διστάζω doubt fut ind mid 2nd sg διστάζω doubt fut ind act 3rd sg …
8διστάσει — διστάζω doubt aor subj act 3rd sg (epic) διστάζω doubt fut ind mid 2nd sg διστάζω doubt fut ind act 3rd sg …
9δεδισταγμένον — διστάζω doubt perf part mp masc acc sg διστάζω doubt perf part mp neut nom/voc/acc sg …
10δισταζομένων — διστάζω doubt pres part mp fem gen pl διστάζω doubt pres part mp masc/neut gen pl …