δισκεύω
31συνδισκεύω — Α παίζω ή ρίχνω τον δίσκο μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δισκεύω «ρίχνω τον δίσκο»] …
32υπερδισκεύω — Α μτφ. υπερακοντίζω, ξεπερνώ πολύ κάποιον ή κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + δισκεύω «ρίχνω τον δίσκο»] …
33δισκευσάσης — δισκευσά̱σης , δισκεύω to be pitched aor part act fem gen sg (attic epic ionic) …
34δισκεῦσαι — δισκέω pitch the quoit pres part act fem nom/voc pl (epic doric ionic) δισκεύω to be pitched aor inf act …
35δισκεύσας — δισκεύσᾱς , δισκέω pitch the quoit pres part act fem acc pl (epic doric ionic) δισκεύσᾱς , δισκέω pitch the quoit pres part act fem gen sg (doric) δισκεύσᾱς , δισκεύω to be pitched aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …
36προδεδισκευκότων — πρό δισκεύω to be pitched perf part act masc/neut gen pl …
37προεδίσκευσαν — πρό δισκεύω to be pitched aor ind act 3rd pl …
38ἀπεδίσκευσεν — ἀπό δισκεύω to be pitched aor ind act 3rd sg …
39ἐξεδίσκευσεν — ἐκ δισκεύω to be pitched aor ind act 3rd sg …
40ὑπερεδίσκευσεν — ὑπέρ δισκεύω to be pitched aor ind act 3rd sg …