διπλασία
1διπλασία — διπλασίᾱ , διπλάσιος twofold fem nom/voc/acc dual διπλασίᾱ , διπλάσιος twofold fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2διπλασίᾳ — διπλασίᾱͅ , διπλάσιος twofold fem dat sg (attic doric aeolic) …
3διπλάσια — διπλάσιος twofold neut nom/voc/acc pl …
4διπλασιάσας — διπλασιά̱σᾱς , διπλασιάζω double fut part act fem acc pl (doric) διπλασιά̱σᾱς , διπλασιάζω double fut part act fem gen sg (doric) διπλασιάσᾱς , διπλασιάζω double aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …
5διπλασίας — διπλασίᾱς , διπλάσιος twofold fem acc pl διπλασίᾱς , διπλάσιος twofold fem gen sg (attic doric aeolic) …
6διπλασιάσαι — διπλασιά̱σᾱͅ , διπλασιάζω double fut part act fem dat sg (doric) διπλασιάζω double aor inf act διπλασιάσαῑ , διπλασιάζω double aor opt act 3rd sg …
7διπλασίαι — διπλασίᾱͅ , διπλάσιος twofold fem dat sg (attic doric aeolic) …
8διπλασίαν — διπλασίᾱν , διπλάσιος twofold fem acc sg (attic doric aeolic) …
9διπλάσι' — διπλάσια , διπλάσιος twofold neut nom/voc/acc pl διπλάσιε , διπλάσιος twofold masc voc sg διπλάσιαι , διπλάσιος twofold fem nom/voc pl …
10διπλά — επίρρ. [διπλός] διπλάσια, σε διπλάσια ποσότητα …