διοπ-τήρ
1κομμώτριον — κομμώτριον, τὸ (Α) εργαλείο για την κόμμωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομμώ (ΙΙ) + κατάλ. τριον (ουδ. τού τήρ), πρβλ. διόπ τριον, σημάν τριον] …
1κομμώτριον — κομμώτριον, τὸ (Α) εργαλείο για την κόμμωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομμώ (ΙΙ) + κατάλ. τριον (ουδ. τού τήρ), πρβλ. διόπ τριον, σημάν τριον] …