διοικ-έω
1Почтовые марки Греции — «Большая голова Гермеса» (Скотт #53)  марка номиналом в 5 лепт (1880 …
2История почты и почтовых марок Греции — «Большая голова Гермеса»  ( …
3ηγήτορας — ο (Α ἡγήτωρ, δωρ. τ. ἁγήτωρ) 1. αρχηγός, κυβερνήτης, διοικητής (α. «οι ηγήτορες τού πολέμου» β. «ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες», Ομ. Ιλ.) 2. τίτλος τού πρώτου ιερέα τής Αφροδίτης στην Κύπρο 3. φρ. «ἡγήτωρ ὀνείρων» προσωνυμία τού Ερμή ως θεού που στέλνει… …
4προσφυγή — η, ΝΜΑ [προσφεύγω] καταφυγή σε κάποιον ή σε κάτι από ανάγκη, ιδίως για αναζήτηση προστασίας νεοελλ. 1. αίτηση σε επίσημη κρατική ή διεθνή αρχή με την οποία επιδιώκεται ακύρωση, ανάκληση ή τροποποίηση μιας πράξης ή απόφασης (α. «προσφυγή στο… …
5τριτανακοπή — η, Ν (διοικ. δίκ.) ένδικο βοήθημα ή μέσο, που ασκεί πρόσωπο, τρίτο προς τους διαδίκους συγκεκριμένης δίκης, κατά ορισμένης ακυρωτικής ή τροποποιητικής απόφασης, επειδή με αυτήν βλάπτονται τα συμφέροντα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + ανακοπή «διακοπή …
6φορολογικός — ή, ό / φορολογικός, ή, όν, ΝΜ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φορολογία (α. «φορολογικοί κατάλογοι» β. «ξυνεκύκας τὰ φορολογικὰ θηρία», Μιχ. Ακομ.) νεοελλ. φρ. α) «φορολογική απαλλαγή» (οικον.) η ολική ή μερική κατάργηση τής υποχρέωσης ενός… …