Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

διοικών

См. также в других словарях:

  • διοικῶν — διοικέω keep house pres part act masc nom sg (attic epic doric) διοικέω keep house pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ASTYNOMI — Athenis erant X. viri, quibus cura psaltriarum ac tibicinum (alii addunt et viarum) incumbebat, de quibus Plato de Republ. l. 6. Hesych. Α᾿ςτύναμος, ὁ διοικῶν κατα τὸ ἄςτυ. Eorum decem fuisse, legitur apud Aristotelem de Republ. Athen. citante… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • διοικία — η η ιδιότητα τών δίοικων φυτών …   Dictionary of Greek

  • ιτιά — Κοινή ονομασία φυλλοβόλων, δίοικων δέντρων και θάμνων, του βοτανικού γένους σάλιξ, της οικογένειας των σαλικιδών (δικοτυλήδονα). Οι ι. χαρακτηρίζονται από τα μικρά, γυμνά άνθη τους (αχλαμυδωτά, δηλαδή χωρίς στεφάνη), που είναι μόνο αρσενικά ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»