-
1 правящий
правящи||й1. прич. от править·2. прил ἄρχων, Ιθύνων, διέπων, διευθύνων, διοικών:\правящий класс ἡ κυρίαρχη τάξη, ἡ ἀρχουσα τάξη· \правящийе круги οἱ Ιθύνοντες κύκλοι. -
2 правящий
επ. από μτχ.ιθύνων, άρχων, διοικών•-ие круги οι ιθύνοντες κύκλοι•
-ая партия το κυβερνάν κόμμα•
-ие классы οι άρχουσες τάξεις.
См. также в других словарях:
διοικῶν — διοικέω keep house pres part act masc nom sg (attic epic doric) διοικέω keep house pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ASTYNOMI — Athenis erant X. viri, quibus cura psaltriarum ac tibicinum (alii addunt et viarum) incumbebat, de quibus Plato de Republ. l. 6. Hesych. Α᾿ςτύναμος, ὁ διοικῶν κατα τὸ ἄςτυ. Eorum decem fuisse, legitur apud Aristotelem de Republ. Athen. citante… … Hofmann J. Lexicon universale
διοικία — η η ιδιότητα τών δίοικων φυτών … Dictionary of Greek
ιτιά — Κοινή ονομασία φυλλοβόλων, δίοικων δέντρων και θάμνων, του βοτανικού γένους σάλιξ, της οικογένειας των σαλικιδών (δικοτυλήδονα). Οι ι. χαρακτηρίζονται από τα μικρά, γυμνά άνθη τους (αχλαμυδωτά, δηλαδή χωρίς στεφάνη), που είναι μόνο αρσενικά ή… … Dictionary of Greek