δινέομαι

  • 1αμφιδινέομαι — ἀμφιδινέομαι (Α) (μόνο στον πρκμ.) τοποθετούμαι κυκλικά γύρω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + δινέομαι «περιστρέφομαι»] …

    Dictionary of Greek