δινεῖ

  • 81ενέχυρο — Παρεπόμενο εμπράγματο δικαίωμα, το οποίο αποβλέπει στην εξασφάλιση μιας απαίτησης (που μπορεί να είναι και μελλοντική ή υπό αίρεση) καθώς και των τόκων, της ποινικής ρήτρας, των δαπανών κλπ., που προκύπτουν από την απαίτηση αυτή. Ε. μπορεί να… …

    Dictionary of Greek

  • 82επικελευστής — ἐπικελευστής, ὁ (Α) [επικελεύω) αυτός που δίνει κελεύσματα, εντολές, ειδικά αυτός που δίνει τον ρυθμό στους κωπηλάτες …

    Dictionary of Greek

  • 83ετυμολογία — Η ιστορία της μορφής και της σημασίας μιας λέξης μεταξύ δύο χρονικών στιγμών που έχουμε διαλέξει συμβατικά. Για να αντιληφθούμε την ιστορία και τα προβλήματα της επιστήμης της ε., ο καλύτερος τρόπος είναι να ερευνήσουμε τις διαδοχικές σημασίες… …

    Dictionary of Greek

  • 84εφεύρεση — Επινόηση (δημιουργία) ενός αντικειμένου, που δεν υπήρχε στη φύση και το οποίο είναι κατάλληλο για να ικανοποιήσει καθορισμένες ανθρώπινες ανάγκες. Η ε. διαφέρει συνεπώς από την ανακάλυψη, η οποία, αντίθετα, είναι η αναγνώριση και η πιθανή… …

    Dictionary of Greek

  • 85θερμιδομετρία — Η μέτρηση των ποσοτήτων θερμότητας που εκλύεται ή απορροφάται κατά τη διάρκεια διαφόρων φυσικοχημικών φαινομένων. Με τις μεθόδους της θ. καθορίζονται οι θερμοχωρητικότητες των υλικών, οι λανθάνουσες θερμότητες υλικών στις διάφορες αλλαγές φάσης… …

    Dictionary of Greek

  • 86ιτιά — Κοινή ονομασία φυλλοβόλων, δίοικων δέντρων και θάμνων, του βοτανικού γένους σάλιξ, της οικογένειας των σαλικιδών (δικοτυλήδονα). Οι ι. χαρακτηρίζονται από τα μικρά, γυμνά άνθη τους (αχλαμυδωτά, δηλαδή χωρίς στεφάνη), που είναι μόνο αρσενικά ή… …

    Dictionary of Greek

  • 87κακωδύλιο — Χημική ένωση του τύπου (CH3)2As As(CH3)2. Η ονομασία οφείλεται στην εξαιρετικά δυσάρεστη οσμή της. Είναι άχρωμο υγρό με σημείο ζέσης 170°C και αναφλέξιμο στον αέρα. Με οξείδωση δίνει το οξείδιο του κ. και το κακωδυλικό οξύ, ενώ με το χλώριο δίνει …

    Dictionary of Greek

  • 88κασσίτερος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Sn· ανήκει στην πρώτη υποομάδα της τέταρτης ομάδας του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 50, ατομική μάζα 118,70 και δέκα σταθερά ισότοπα. Δεν είναι πολύ διαδεδομένος στη φύση, βρίσκεται όμως σε… …

    Dictionary of Greek

  • 89κελευστής — Υπαξιωματικός του πολεμικού ναυτικού. Κατά την αρχαιότητα, κ. ονομαζόταν εκείνος που όριζε τον ρυθμό της κωπηλασίας. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιούσε ένα ραβδί ή μια σφύρα, την οποία χτυπούσε με μια σανίδα. Επίσης, τον ρυθμό έδιναν και οι… …

    Dictionary of Greek

  • 90κιναλδίνη — Οργανική ένωση του τύπου CH3C9H6N (2 μεθυλοκινολίνη) η οποία βρίσκεται στη λιθανθρακόπισσα. Είναι άχρωμο υγρό, με σημείο τήξης 246°C και παρασκευάζεται με συμπύκνωση δύο μορίων ακεταλδεΰδης με ένα μόριο ανιλίνης, παρουσία θειικού οξέος και… …

    Dictionary of Greek