δινεῖ

  • 111στεφανοδότης — ὁ, Μ αυτός που δίνει στεφάνους και, κυρίως, αυτός που δίνει στεφάνια ως βραβεία, που ανταμείβει με στεφάνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέφανος + δότης (< δότης < δίδωμι), πρβλ. μισθο δότης] …

    Dictionary of Greek

  • 112σωματοποιός — όν, Α αυτός που δίνει σωματική υπόσταση, που δίνει υλική ύπαρξη σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + ποιός*] …

    Dictionary of Greek

  • 113τόνος — I Είναι το γλωσσικό φαινόμενο της ανύψωσης της φωνής στο φωνήεν μιας ορισμένης συλλαβής μέσα σε κάθε λέξη. Η συλλαβή αυτή λέγεται τονιζόμενη, οι υπόλοιπες λέγονται άτονες. Στην ελληνική γλώσσα μπορεί να τονιστεί δυνατότερα μία από τις τρεις… …

    Dictionary of Greek

  • 114υποσχετικός — ή, ό / ὑποσχετικός, ή, όν, ΝΜΑ νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε υπόσχεση («υποσχετικές συμβάσεις» συμβάσεις με τις οποίες ιδρύεται ενοχικό δικαίωμα, π.χ. πώληση) 2. το ουδ. ως ουσ. το υποσχετικό έγγραφο με το οποίο δίνει κάποιος… …

    Dictionary of Greek

  • 115φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… …

    Dictionary of Greek

  • 116χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… …

    Dictionary of Greek

  • 117ωογένεση — Η εξέλιξη των θηλυκών γεννητικών κυττάρων, που έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός θηλυκού γαμέτη ή ωαρίου. Η ω. παρουσιάζει αξιοσημείωτη ομοιότητα με τη σπερματογένεση. Αρχίζει με τον πολλαπλασιασμό των ωογονίων, που, στη συνέχεια,… …

    Dictionary of Greek

  • 118αγρωστώδη ή αγρωστίδες ή γραμινίδες — Οικογένεια μονοκοτυλήδονων φυτών που αφθονούν σχεδόν σε όλες τις περιοχές της Γης και γενικά συναντώνται σε υψηλό ποσοστό σε όλους τους ποώδεις σχηματισμούς. Υπάρχουν όμως μερικά γένη των θερμών χωρών που φτάνουν σε μέγεθος θάμνου ή δέντρου (π.χ …

    Dictionary of Greek

  • 119αιέν αριστεύειν — Ομηρική έκφραση που εκφράζει τη βαθιά ριζωμένη, φυλετική επιθυμία των ανθρώπων της ομηρικής εποχής, για απόλυτη προσωπική διάκριση και υπεροχή. Σημαίνει να είναι κανείς πάντα ο καλύτερος, ο πρώτος. Τη συμβουλή«αιέν αριστεύειν και υπείροχον… …

    Dictionary of Greek

  • 120Αϊνστάιν, Άλμπερτ — (Albert Einstein,Ουλμ Γερμανίας 1879 – Πρίνστον ΗΠΑ 1955). Γερμανός θεωρητικός φυσικός, εβραϊκής καταγωγής. Θεμελιωτής της θεωρίας της σχετικότητας, με την οποία είναι συνδεδεμένη η τεράστια φήμη που περιβάλλει το όνομά του. Γιος μικροβιομηχάνου …

    Dictionary of Greek