διμερής
1διμερής — bipartite masc/fem nom sg …
2διμερής — ές (AM διμερής) 1. αυτός που αποτελείται από δύο μέρη 2. αυτός που διαιρείται σε δύο μέρη νεοελλ. αυτός που γίνεται με τη συνεργασία ή τη συμφωνία δύο μερών («διμερής σύσκεψη», «διμερής συνθήκη») …
3διμερής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, επίρρ. ώς αυτός που έχει δύο μέρη: Τα δύο κράτη υπέγραψαν διμερή συμφωνία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4διμερῆ — διμερής bipartite neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) διμερής bipartite masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) διμερής bipartite masc/fem acc sg (attic epic doric) …
5διμερεῖ — διμερής bipartite masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) διμερής bipartite masc/fem/neut dat sg …
6διμερεῖς — διμερής bipartite masc/fem acc pl διμερής bipartite masc/fem nom/voc pl (attic epic) …
7διμερές — διμερής bipartite masc/fem voc sg διμερής bipartite neut nom/voc/acc sg …
8διμεροῦς — διμερής bipartite masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …
9διμερῶν — διμερής bipartite masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …
10διμερῶς — διμερής bipartite adverbial (attic epic doric) …
- 1
- 2