δικῶ
1δίκω — δικεῖν throw aor subj act 1st sg …
2κακοδικώ — κακοδικῶ (Μ) 1. (για δικαστήριο) εκδίδω άδικη απόφαση 2. βλάπτω, κάνω κακό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακῶς) + δικῶ (< δίκης < δίκη), πρβλ. αυτο δικώ, φιλο δικώ] …
3δικάω — και δικώ επαρκώ, είμαι αρκετός, φθάνω για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δικάω ή δικώ είναι διαλεκτικός και προήλθε από το αρχ. διοικώ, αόρ. διώκησα χωρίς να έχει σχέση με τα δίκη, δικάζω. Το ρ. χρησιμοποιήθηκε ήδη από τον Πρόδρομο: «μη προσδοκάς δε πάλιν,… …
4στρεψοδικώ — στρεψοδικῶ, έω, ΝΑ χρησιμοποιώ στρεψοδικίες νεοελλ. διαστρέφω την αλήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψ τού αόρ. ἔστρεψα τού στρέφω + δικῶ (< δικος < δίκη), πρβλ. φυγο δικώ] …
5δακτυλόδικτος — δακτυλόδικτος, ον (Α) φρ. «δακτυλόδικτον μέλος» (Αισχ.) ο ήχος τής σβούρας την οποία έριξε κάποιος με τα δάχτυλα τού χεριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος + *δικτος < δικείν, απαρμφ. του αορ. έδικον τού άχρηστου ενεστ. *δίκω «ρίχνω, χτυπώ»] …
6ετεροδικία — Όρος της δικονομίας, που περιλαμβάνει όλες εκείνες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα ελληνικά δικαστήρια, σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες της αστικής και ποινικής δικαιοδοσίας, ενώ θα έπρεπε να είναι αρμόδια να εκδικάσουν αξιόποινες κατά τον… …
7μοροδικώ — μοροδικῶ, έω (Α) δ. γρφ. τού μοιροδικώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόρος + δικῶ (< δικος < δίκη)] …