δικτυβόλος
1δικτυβόλος — και δικτυοβόλος, ο (Α) ο ψαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίκτυον + βόλος < βάλλω (πρβλ. τοξοβόλος, υδροβόλος)] …
2δικτυβόλος — a fisherman masc/fem nom sg …
3δικτυβόλοισιν — δικτυβόλος a fisherman masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
4δικτυβόλων — δικτυβόλος a fisherman masc/fem/neut gen pl …
5δίχτυ — και δίκτυ και δίκτυο και δίχτυο (AM δίκτυον Μ και δίκτυ και δίκτυν) 1. πλέγμα από νήματα ή μετάλλινα σύρματα, τα οποία διασταυρώνονται και αφήνουν τρύπες, βροχίδες, χρήσιμα για τη σύλληψη ψαριών, πουλιών, ζώων 2. οποιοδήποτε δικτυωτό πλέγμα για… …
6δικτυβολώ — δικτυβολῶ ( έω) (Α) [δικτυβόλος] ρίχνω το δίχτυ …
7δικτυοβόλος — ο βλ. δικτυβόλος …