δικροῦς
1δίκρους — ουν βλ. δίκροος …
2δίκρους — δίκροος forked masc nom sg (attic) δίκροος forked masc/fem nom pl δίκροος forked masc/fem nom/voc sg δίκρος forked masc acc pl …
3δίκροος — δικρόα, δίκροο (Α δίκροος και δικρόος, α, ον και δίκρους, ουν και δίκρος, α, ον) (για τη χηλή ζώων, τη γλώσσα φιδιών, τη μήτρα κ.λπ.) δισχιδής, διχαλωτός νεοελλ. 1. φρ. «δίκροοι νομείς» οι ακραίοι νομείς, καμπύλες δοκοί, προς την πλώρη και την… …
4ԵՐԿՃԻՒՂ — (ճղի.) NBH 1 0694 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 7c, 10c, 11c, 13c, 14c ա.գ. ԵՐԿՃԵՂ կամ ԵՐԿՃԻՂ, կամ ԵՐԿՃԻՒՂ ԵՐԿՃՂԻ. δίκροος, δίκρους biceps, bifidus, bifariam, bifarius Որոյ են ճիւղք կամ մասունք երկու. երկու ճղով. ... *Կախեաց… …