δικανικός
1δικανικός — ή, ό (AM δικανικός, ή, όν) (για λόγο) αυτός που εκφωνείται στο δικαστήριο νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο δικανικός 1. ο δικανικός λόγος, η αγόρευση στο δικαστήριο 2. ομιλία επιθετική και πομπώδης αρχ. 1. (για πρόσωπο) ο έμπειρος στις δίκες, ο… …
2δικανικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται στις δίκες και στα δικαστήρια: Δικανικός λόγος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3δικανικός — δικᾱνικός , δικανικός skilled in pleading masc nom sg …
4δικανικά — δικᾱνικά , δικανικός skilled in pleading neut nom/voc/acc pl δικᾱνικά̱ , δικανικός skilled in pleading fem nom/voc/acc dual δικᾱνικά̱ , δικανικός skilled in pleading fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5δικανικώτερον — δικᾱνικώτερον , δικανικός skilled in pleading adverbial comp δικᾱνικώτερον , δικανικός skilled in pleading masc acc comp sg δικᾱνικώτερον , δικανικός skilled in pleading neut nom/voc/acc comp sg …
6τιμώ — (I) έω, Α (δωρ. τ.) βλ. τιμώ. (II) όω, Α τιμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τῖμος*, ποιητ. τ. (πρβλ. ἀτιμῶ, όω)]. τιμῶ, άω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τιμῶ, έω, Α [τιμή] 1. απονέμω τιμή σε κάποιον, εκδηλώνω σεβασμό και εκτίμηση (α. «τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν… …
7δικανικωτέρα — δικᾱνικωτέρᾱ , δικανικός skilled in pleading fem nom/voc/acc comp dual δικᾱνικωτέρᾱ , δικανικός skilled in pleading fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …
8δικανικῶν — δικᾱνικῶν , δικανικός skilled in pleading fem gen pl δικᾱνικῶν , δικανικός skilled in pleading masc/neut gen pl …
9δικανικόν — δικᾱνικόν , δικανικός skilled in pleading masc acc sg δικᾱνικόν , δικανικός skilled in pleading neut nom/voc/acc sg …
10δικανικώτατα — δικᾱνικώτατα , δικανικός skilled in pleading adverbial superl δικᾱνικώτατα , δικανικός skilled in pleading neut nom/voc/acc superl pl …