δικαιότης
1δικαιότης — δικαιότης, η (Α) [δίκαιος] δικαιοσύνη* …
2δικαιότης — fem nom sg δικαιοσύνη righteousness fem nom sg …
3δικαιότητα — δικαιότης fem acc sg δικαιοσύνη righteousness fem acc sg …
4δικαιότητι — δικαιότης fem dat sg δικαιοσύνη righteousness fem dat sg …
5δικαιότητος — δικαιότης fem gen sg δικαιοσύνη righteousness fem gen sg …
6δίκαιος — α και η, ο και δίκιος, α, ο (AM δίκαιος, α, ον) Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο») 2. ο νόμιμος («δίκαιος κληρονόμος») 3. ο… …