δικαιοσύνη
1δικαιοσύνη — righteousness fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2δικαιοσύνῃ — δικαιοσύνη righteousness fem dat sg (attic epic ionic) …
3δικαιοσύνη — η 1. η ιδιότητα του δίκαιου: Μοίρασε με δικαιοσύνη την περιουσία του στα παιδιά του. 2. η δίκαιη κρίση: Η απονομή δικαιοσύνης γίνεται από τα δικαστήρια. 3. το σύνολο των δικαστηρίων και όλων των σχετικών υπηρεσιών: Η δικαιοσύνη της χώρας είναι… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4δικαιοσύνη — Το σύνολο του συστήματος του δικαίου, που περιλαμβάνει τις γενικές αρχές του, τη φιλοσοφικο πολιτική του βάση και τη συνολική διαδικασία εφαρμογής του. Η πρώτη ολοκληρωμένη έκφραση της δ. ως νομικής έννοιας συναντάται στους Ρωμαίους, οι οποίοι… …
5δικαιοσύναι — δικαιοσύνη righteousness fem nom/voc pl δικαιοσύνᾱͅ , δικαιοσύνη righteousness fem dat sg (doric aeolic) …
6δικαιοσύνηι — δικαιοσύνῃ , δικαιοσύνη righteousness fem dat sg (attic epic ionic) …
7δικαιοσυνῶν — δικαιοσύνη righteousness fem gen pl …
8δικαιοσύναις — δικαιοσύνη righteousness fem dat pl …
9δικαιοσύνην — δικαιοσύνη righteousness fem acc sg (attic epic ionic) …
10δικαιοσύνης — δικαιοσύνη righteousness fem gen sg (attic epic ionic) …