δικαιοσύνη

  • 41Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …

    Dictionary of Greek

  • 42Μπέτι, Ούγκο — (Hugo Betti, Καμερίνο 1892 – Ρώμη 1953). Ιταλός ποιητής, διηγηματογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε νομικά και δημοσίευσε νεότατος τις Παραλλαγές του Κάτουλλου· στρατεύτηκε στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο και πέρασε μια μεγάλη περίοδο στην… …

    Dictionary of Greek

  • 43Ουζμπεκιστάν — (διεθν. Uzbekistan) Ουζμπεκιστάν Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει Ν με το Τουρκμενιστάν και με το Αφγανιστάν, Β με το Καζακστάν, Α με την Κιργισία, ΝΑ με το Τατζικιστάν.Η χώρα διαιρείται διοικητικά σε 12 επαρχίες, σε μία αυτόνομη δημοκρατία… …

    Dictionary of Greek

  • 44Σρι Λάνκα — Νησί της Νότιας Ασίας στα Ν της Ινδίας.H Σρι Λάνκα διαιρείται σε 25 επαρχίες: Kολόμπο, Kαμπάχα, Kαρουνγκέλα, Kάντι, Γκάλε, Kαλουτάρα, Pατναπούρα, Tζάφνα, Mατάρα, Kιγκαλί, Aνουρανταπούρα, Mπα(ν)τούλα, Πουτάλαμ, Nουβάρα Eλίγια, Xαμπαντότα, Aμπαράι …

    Dictionary of Greek

  • 45Τραϊανός, Μάρκος Ούλπιος — (Marcus Ulpius Traianus, Ιταλική Ισπανία 53 – Σελινούς, Κιλικία 117). Ρωμαίος αυτοκράτορας, Ισπανικής καταγωγής. Ήταν ο πρώτος Ρωμαίος από επαρχία που ανέβηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο. Αφού πολέμησε ένδοξα στη Γερμανία και στην Ανατολή και έγινε… …

    Dictionary of Greek

  • 46Φρειδερίκος Αύγουστος — I Όνομα βασιλιάδων της Σαξονίας. 1. Φ.Α. A’ o Δίκαιος (1763 – 1827). Γιος και διάδοχος του εκλέκτορα Φρειδερίκου Χριστιανού, βασίλεψε αρχικά με την κηδεμονία του θείου του πρίγκιπα Ξαβιέρου. Το 1778 ανέλαβε μόνος του την εξουσία, την οποία άσκησε …

    Dictionary of Greek

  • 47ακριβοδίκαιος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που αποδίνει με ακρίβεια τη δικαιοσύνη: Πάντα ήταν κριτής ακριβοδίκαιος. 2. αυτός που έγινε με μεγάλη δικαιοσύνη: Η διανομή της πατρικής περιουσίας ήταν ακριβοδίκαιη …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 48δικαιοσύνα — δικαιοσύνᾱ , δικαιοσύνη righteousness fem nom/voc/acc dual δικαιοσύνᾱ , δικαιοσύνη righteousness fem nom/voc sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 49δικαιοσύνας — δικαιοσύνᾱς , δικαιοσύνη righteousness fem acc pl δικαιοσύνᾱς , δικαιοσύνη righteousness fem gen sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 50δικαιοσύνᾳ — δικαιοσύναι , δικαιοσύνη righteousness fem nom/voc pl δικαιοσύνᾱͅ , δικαιοσύνη righteousness fem dat sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)